συγκατοίκηση

συγκατοίκηση
[-ις (-εως)], συγκατοίκησηοικία η совместная жизнь (по дому, по квартире)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συγκατοίκηση" в других словарях:

  • συγκατοίκηση — η το να κατοικεί κάποιος μαζί με άλλον κάπου: Η συγκατοίκηση ατόμων διαφορετικού χαρακτήρα δημιουργεί πολλά προβλήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκατοίκηση — η, Ν το να κατοικεί κανείς μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, συνοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκατοικώ. Η λ., στον λόγιο τ. συγκατοίκησις, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη] …   Dictionary of Greek

  • ενανθρώπηση — Η ενσάρκωση του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Ιησού, σύμφωνα με τη χριστιανική δογματική, που αποτελεί μεγάλο μυστήριο της χριστιανικής πίστης, αλλά και τη βάση της σωτηρίας των ανθρώπων. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία, όταν έφτασε το… …   Dictionary of Greek

  • ομαυλία — ὁμαυλία, ἡ (Α) [όμαυλος (Ι)] (ποιητ. τ.) συγκατοίκηση («τὶς λόγῳ... φράσει... ἄταις τε συννόμους βροτῶν συζύγους ὁμαυλίας;», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ομωροφία — ὁμωροφία, ἡ (Α) [ομώροφος] κατοίκηση κάτω από την ίδια στέγη, συγκατοίκηση …   Dictionary of Greek

  • προσενοίκησις — ήσεως, ἡ, Α συγκατοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνοίκησις «εγκατοίκηση, διαμονή σ έναν τόπο»] …   Dictionary of Greek

  • συγκατοικία — ή, ΝΑ [συγκάτοικος] συγκατοίκηση …   Dictionary of Greek

  • συναυλισμός — ὁ, ΜΑ [συναυλίζομαι] μσν. συγκατοίκηση αρχ. (για στρατεύματα) στρατοπέδευση σε γειτονικές περιοχές …   Dictionary of Greek

  • συναύλισις — ίσεως, ἡ, Μ [συναυλίζομαι] συγκατοίκηση …   Dictionary of Greek

  • συνδιαίτηση — η / συνδιαίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνδιαιτῶμαι] 1. συμβίωση, συγκατοίκηση 2. συναναστροφή αρχ. φρ. «συνδιαίτησις πρός τινα» η συνήθης συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον (Αρρ.) …   Dictionary of Greek

  • συνείκανα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σύνοδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί τού συνσκανία, δωρ. τ. τού συσκηνία «συγκατοίκηση, συμβίωση»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»